- αναμεταδίδω
- αναμεταδίδω, αναμετέδωσα (σπάν. αναμετάδωσα) βλ. πίν. 186
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αναμεταδίδω — μεταδίδω εκ νέου, κάνω αναμετάδοση … Dictionary of Greek
αναμετάδοση — η [αναμεταδίδω] η εκ νέου μετάδοση … Dictionary of Greek
αναμεταδότης — ο [ἀναμεταδίδω] τεχνολ. ενισχυτής ή άλλη διάταξη που λαμβάνει εξασθενημένα σήματα και εκπέμπει ισχυρότερα αντίστοιχα σήματα με ή χωρίς ταυτόχρονη μεταβολή τού σχήματος τών κυματομορφών. Οι αναμεταδότες μπορεί να είναι μονής ή διπλής κατευθύνσεως… … Dictionary of Greek